ύψι

ύψι
Α
επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ- (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ-ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό -s- (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα -ι που προέρχεται πιθ. από αρχ. τοπική πτώση (πρβλ. ἦρι, ἄρτι). Το παρ. ὑψηλός τού επιρρ. θυμίζει το αρχ. ιρλδ. uasal «ψηλός». Το επίρρ. επίσης συνδέεται με το αρχ. σλαβ. vysokŭ «ψηλά». Το επίρρ. ὕψι, τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή υψι- σε έναν μεγάλο αριθμό σύνθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υψαύχενος, υψίκομος, υψίνους, υψίπεδος, υψιπέτης, υψιπετής, υψίπρυμνος
αρχ.
υψήγορος, υψήνωρ, υψηχής, υψιβαθής, υψίβατος, υψιβόας, υψίδειρος, υψίδομος, υψίζυγος, υψίζωνος, υψικάρηνος, υψικέλευθος, υψίκερως, υψικρεμής, υψίκροτος, υψιλόγος, υψίλοφος, υψιμέλαθρος, υψινεφής, υψίπους, υψίπρωρος, υψίπυλος, υψίπυργος, υψίστολος, υψιτέχνης, υψίτυχος, υψιφαής, υψιφανής, υψιφερής, υψιφοίτης, υψίφρων, υψιχαίτης
αρχ.-μσν.
υψίγονος, υψίδρομος, υψιπαγής, υψιπόδης, υψίπολος, υψίπορος, υψιτέλεστος
μσν.
υψίκομπος, υψίκρανος, υψίλαλος, υψιτράχηλος
μσν.- νεοελλ.
υψίκλωνος, υψιτενής·νεοελλ. υψικάμινος, υψίκορμος, υψικόρυφος, υψιποδισμός, υψίφωνος, υψίφωτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὕψι — on high indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψιν — ὕψι on high nu̱movable indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • upo, up, eup, (e)up-s- —     upo, up, eup, (e)up s     English meaning: under, from under, etc..     Deutsche Übersetzung: etwa “under an etwas heran”     Note: from the meaning “from under hinauf” die meaning “hinauf, about”, die partly here, esp. but in related… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • высокий — высок, высока, высоко, сравн. ст. выше, сюда же высь ж.; ср. укр. високий, др. русск., ст. слав. высокъ ὑψηλός (Супр.), болг. висок, више, сербохорв. вѝсо̄к, ви̏ше, словен. visòk, vîše, чеш. vysoky, vyše, слвц. vysoky, польск. wysoki, в. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Hypsibema — Temporal range: Late Cretaceous Scientific classification Kingdom: Animalia Phylum: Chordata Class …   Wikipedia

  • Гипсилофодон — †Гипсилофодон Hypsilophodon foxii рисунок карандашом …   Википедия

  • Θρακοφοίτης — Θρᾳκοφοίτης, ὁ (Α) αυτός που πηγαίνει συχνά στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + φοιτης < φοιτώ (πρβλ. ουρανο φοίτης, υψι φοίτης)] …   Dictionary of Greek

  • δείρος — δεῑρος, το (Α) 1. δειρή 2. δειράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. τού δειράς* είτε προήλθε από το σύνθ. υψί δειρος «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β συνθετικό του] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”